αιολίς ή αιολίδα

αιολίς ή αιολίδα
(aeolis). Γένος μαλακίων της οικογένειας των αιολιδών. Το σώμα τους είναι μακρύ και στη ράχη τους φέρουν πολλά κυλινδρικά πλοκάμια που έχουν εγκάρσια διάταξη. Τα πλοκάμια εκτελούν τις ίδιες λειτουργίες με τα βράγχια και σε αυτά εισέρχονται τα προσαρτήματα του πεπτικού σωλήνα. Το κεφάλι τους έχει τέσσερις κεραίες, οι δύο από τις οποίες, οι εσωτερικές ή στοματικές, είναι μεγάλες και κυλινδρικές, ενώ οι άλλες δύο που ονομάζονται ρινοφόροι βρίσκονται πάνω από το στόμα και είναι απλές, χωρίς μίσχο συνήθως. Έχουν κερατοειδή σαγόνια με κτενοειδή δόντια και το πόδι τους είναι τόσο μακρύ που μοιάζει με τρίτο ζεύγος πλοκαμιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αἰολίδα — Αἰολεύς of fem acc sg Αἰολίδᾱ , Αἰολίδης masc nom/voc/acc dual Αἰολίδης masc voc sg Αἰολίδᾱ , Αἰολίδης masc gen sg (doric aeolic) Αἰολίδης masc nom sg (epic) Αἰολίς of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… …   Dictionary of Greek

  • Αιολίδα — Βλ. λ. Αιολίς …   Dictionary of Greek

  • Topónimos griegos — Anexo:Topónimos griegos Saltar a navegación, búsqueda Esta es una lista de topónimos griegos tradicionales, es decir, una lista de topónimos que existen en griego. Esto incluye: Lugares que tuvieron protagonismo en la historia de la cultura… …   Wikipedia Español

  • Anexo:Topónimos griegos — En este artículo se detectó el siguiente problema: Carece de fuentes o referencias que aparezcan en una fuente acreditada. Por favor, edítalo para mejorarlo, o d …   Wikipedia Español

  • Αἰολίδ' — Αἰολίδα , Αἰολεύς of fem acc sg Αἰολίδι , Αἰολεύς of fem dat sg Αἰολίδε , Αἰολεύς of fem nom/voc/acc dual Αἰολίδα , Αἰολίδης masc voc sg Αἰολίδα , Αἰολίδης masc nom sg (epic) Αἰολίδαι , Αἰολίδης masc nom/voc pl Αἰολίδᾱͅ , Αἰολίδης masc dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰολίδας — Αἰολεύς of fem acc pl Αἰολίδᾱς , Αἰολίδης masc acc pl Αἰολίδᾱς , Αἰολίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Αἰολίς of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”